Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωοσκύφιον — τὸ, Α ποτήρι ωοειδούς σχήματος, με δύο πυθμένες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + σκυφίον (< σκύφος* «ποτήρι»)] … Dictionary of Greek
ᾠοσκύφια — ᾠοσκύφιον egg shaped cup neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)